- σαντιγύ
- και δ. γρφ. σαντιγί, η, Νάκλ. κρέμα παρασκευασμένη από γάλα, βούτυρο, αβγά, ζάχαρη και άλλα υλικά, με την οποία περιχύνονται τα γλυκίσματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. chantilly < γαλλ. φρ. creme ala Chantilly «κρέμα φτειαγμένη κατά τον τρόπο τού Chantilly» < Chantilly, περιοχή στην Γαλλία, όπου παρασκευάστηκε η κρέμα αυτή για πρώτη φορά].
Dictionary of Greek. 2013.