σαντιγύ

σαντιγύ
και δ. γρφ. σαντιγί, η, Ν
άκλ. κρέμα παρασκευασμένη από γάλα, βούτυρο, αβγά, ζάχαρη και άλλα υλικά, με την οποία περιχύνονται τα γλυκίσματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. chantilly < γαλλ. φρ. creme ala Chantilly «κρέμα φτειαγμένη κατά τον τρόπο τού Chantilly» < Chantilly, περιοχή στην Γαλλία, όπου παρασκευάστηκε η κρέμα αυτή για πρώτη φορά].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Neugriechische Orthographie — Die Orthographie des Neugriechischen folgt einer historischen Rechtschreibung, die mit dem seit 403 v. Chr. nahezu unveränderten griechischen Alphabet notiert wird. Sie hat bestimmte Verschriftlichungen altgriechischer Laute und Lautkombinationen …   Deutsch Wikipedia

  • κορνέ — το 1. ειδικό σκεύος με το οποίο γίνεται το γαρνίρισμα τών γλυκισμάτων με σαντιγύ 2. είδος γλυκίσματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. cornet, υποκορ. τού corne «κέρας»] …   Dictionary of Greek

  • πολιτισμός — Με το γενικό όρο «πολιτισμός» στη γλώσσα μας υποδηλώνονται δύο έννοιες, για τις οποίες οι άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες διαθέτουν ξεχωριστούς όρους:civilisationκαι culture. Αλλά κι εκεί, παρότι οι όροι είναι διαχωρισμένοι, τα όρια των δύο εννοιών δεν… …   Dictionary of Greek

  • Σαροντόν, Ενγκεράν — (Charonton). Γάλλος ζωγράφος (1410 ;) για τον οποίο δεν υπάρχουν βιογραφικά στοιχεία. Είναι ωστόσο εξακριβωμένο ότι το 1452 εγκαταστάθηκε στην Αβινιόν, όπου φιλοτέχνησε σε συνεργασία με τον Π. Βιλάτ, έναν πίνακα με τον τίτλο «Η Παναγία του… …   Dictionary of Greek

  • Σέβρες — (Sevres). Πόλη (30 000 κάτ.) της βόρειας Γαλλίας, στο νομό Ω ντε Σεν, γνωστή για τις πορσελάνες της. Η μεγαλύτερη από τις βιομηχανίες πορσελάνης της Γαλλίας δημιουργήθηκε από δύο πρώην εργάτες της Σαντιγύ, τους αδελφούς Ντυμπουά, οι οποίοι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”